- βιοπάλη
- ηο αγώνας, ο μόχθος για τη ζωή, η ζωή με στερήσεις: Το πρόσωπό του είναι σκαμμένο από τη βιοπάλη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βιοπάλη — η η πάλη, ο μόχθος του ανθρώπου για την απόκτηση των αναγκαίων, ο αγώνας της ζωής. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + πάλη. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
βι(ο)- — α συνθετικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος. Χρησιμοποιείται ως α συνθετικό σε πολλές λέξεις της Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με τη ζωή ή τα έμβια όντα. Πρβλ. βιολόγος, βιομήχανος αρχ. βιαρκής, βιοδότης,… … Dictionary of Greek
θαλασσοπνίγω — 1. πνίγω κάποιον στη θάλασσα 2. μέσ. θαλασσοπνίνομαι·α) πνίγομαι στη θάλασσα ή κινδυνεύω να πνιγώ από τρικυμία ή υποφέρω παλεύοντας με τα κύματα β) υφίσταμαι ταλαιπωρίες στη ζωή μου («θαλασσοπνίγεται για να θρέψει τα παιδιά του») 3. (μτχ. παθ.… … Dictionary of Greek
μαγγανοπήγαδο — το 1. πηγάδι από το οποίο αντλείται νερό με μάγγανο 2. σύστημα άντλησης νερού από πηγάδι με συνδεδεμένους σε κλειστή αλυσίδα πολλούς κάδους η οποία κινείται από έναν μεγάλο περιστρεφόμενο τροχό με τη χρήση τής δύναμης ανθρώπου ή ζώου 3. μτφ.… … Dictionary of Greek
μόχθος — και μόχτος, ο (ΑΜ μόχθος, Μ και μόχτος) 1. σωματικός κόπος, επίπονη προσπάθεια, καταπόνηση: 2. ταλαιπωρία μσν. 1. θλίψη 2. βιασύνη, σπουδή 3. βιοπάλη αρχ. 1. στον πληθ. οι μόχθοι οι δυσχέρειες, τα βάσανα 2. φρ. «μόχθος τέκνων» μόχθος υπέρ τών… … Dictionary of Greek